- ὄζους
- ὄζοςboughmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SCEPTRUM — Regum insigne. Hoc initiô Hasta ruit, teste Iustino l. 43. c. 3. Ubi de Romulo loquens, ait: Per ea adhuc tempora Reges hastas pro diademata habebant, quas Graeci Sceptra dixêre. Nam et ab origine rerum, pro Diis immortalibus, Veteres hastas… … Hofmann J. Lexicon universale
δίοζος — δίοζος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που έχει δύο όζους, δύο βλαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + όζος] … Dictionary of Greek
κοντάκι — Ξύλινο τμήμα τουφεκιών, πάνω στο οποίο προσαρμόζεται η κάννη, επιτρέποντας την εκτέλεση βολής από τον ώμο. Για αριστερόφθαλμους σκοπευτές, αλλά και σε ιδιαίτερους τύπους τουφεκιών, δινόταν στο κ. ανάλογη κλίση προς τα δεξιά του κατακόρυφου… … Dictionary of Greek
οζαλέος — ὀζαλέος, α, ον (Α) (για ξύλινη ράβδο) αυτός που έχει όζους, οζώδης, ροζιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζος (Ι) «ρόζος» + κατάλ. αλέος, ποιητ. τ. σχηματισμένος πιθ. κατ επίδραση τού ἀζαλέος ή τού τρηχαλέος] … Dictionary of Greek
οζούμαι — ὀζοῡμαι, όομαι (Α) [όζος (Ι)] (για φυτό) βγάζω όζους … Dictionary of Greek
οζώδης — (I) ες (Α ὀζώδης, ῶδες) [όζος (Ι)] 1. (για φυτά) αυτός που έχει όζους, κλάδους 2. (για ξύλο) αυτός που έχει ρόζους, κόμπους νεοελλ. ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου κατά την οποία εμφανίζονται όζοι ή οζίδια (α. «οζώδες ερύθημα» β. «οζώδης… … Dictionary of Greek
ουατόεις — οὐατόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει μακριά αφτιά 2. μτφ. αυτός που έχει δύο λαβές οι οποίες μοιάζουν με αφτιά 3. (για δένδρο) αυτός που έχει κλαδιά τα οποία κλίνουν προς τα κάτω 4. (κατά τον Ησύχ.) «οὐατόεν ὦτα ἔχον. καὶ ὅπερ ἔχει… … Dictionary of Greek
πέντοζος — και πεντάοζος, ον, Α 1. αυτός που έχει πέντε όζους, κλάδους, πεντάκλαδος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πέντοζος μτφ. το ανθρώπινο χέρι με τα πέντε δάκτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ / πεντα * + ὄζος (Ι) «κλαδί» (πρβλ. τρί οζος)] … Dictionary of Greek
ποδάγρα — Νόσος που οφείλεται σε εναπόθεση ουρικού οξέος στους ιστούς. Έχει ιδιοσυστατικό κληρονομικό χαρακτήρα και εκδηλώνεται κυρίως με επαναλαμβανόμενα επεισόδια οξείας αρθρίτιδας, που συχνότερα προσβάλλει τη μεταταρσιοφαλαγγική άρθρωση του μεγάλου… … Dictionary of Greek
πολύοζος — ον, Α αυτός που έχει πολλούς όζους, πολλά κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὄζος (Ι) «κλαδί, βλαστός» (πρβλ. ά οζος)] … Dictionary of Greek